Εκκρίνω στα δανικά

Μετάφραση: εκκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frigive, befri, udelade, udstråler, opbrud, udstråle, udsondre, udsive
Εκκρίνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκρίνω

εκκρίνω λεξικό γλώσσας δανικά, εκκρίνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκκλησίασμα στα δανικά - menighed, menigheden, forsamlingen, forsamling, menighedens
  • εκκολάπτομαι στα δανικά - luge, lugen, serveringslem, vippedør, hatch
  • εκκρεμότητα στα δανικά - bero, Suspension, suspenderes
  • εκλέγω στα δανικά - vælge, udvalgte, valgte, nyvalgte, udvalgtes, den valgte
Τυχαίες λέξεις
Εκκρίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frigive, befri, udelade, udstråler, opbrud, udstråle, udsondre, udsive