Εκκρίνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εκκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
largar, desentalar, libere, retransmitir, descongestionar, despedimento, transpirar, exalam, exude, exsudam, exsudar
Εκκρίνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκρίνω

εκκρίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκκρίνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εκκλησίασμα στα πορτογαλικά - congregação, assembleia, igreja, congregation
  • εκκολάπτομαι στα πορτογαλικά - escotilha, hachura, portinhola, de hachura, eclodem
  • εκκρεμότητα στα πορτογαλικά - inatividade temporária, pendência
  • εκλέγω στα πορτογαλικά - eleger, optar, eleja, nomear, escolher, idoso, designar, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκκρίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: largar, desentalar, libere, retransmitir, descongestionar, despedimento, transpirar, exalam, exude, exsudam, exsudar