Εκκρίνω στα σλοβενικά
Μετάφραση: εκκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izžarevajo, Opisati, Izlučivati, pritečejo, je čutiti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκρίνω
εκκρίνω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εκκρίνω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- εκκλησίασμα στα σλοβενικά - kongregacija, občina, občestvo, zbor, bratovščina
- εκκολάπτομαι στα σλοβενικά - loputa, izležejo, otvor, loputa na, otvor na
- εκκρεμότητα στα σλοβενικά - Začasno neaktivnost
- εκλέγω στα σλοβενικά - volit, Novoizvoljeni, izvoljeni, novoizvoljenim, izvoli, je novoizvoljeni
Τυχαίες λέξεις
Εκκρίνω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: izžarevajo, Opisati, Izlučivati, pritečejo, je čutiti
Μεταφράσεις: izžarevajo, Opisati, Izlučivati, pritečejo, je čutiti