Εκκρίνω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εκκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хаваць, праступаць
Εκκρίνω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκρίνω

εκκρίνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εκκρίνω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εκκλησίασμα στα λευκορωσικά - сход, збор, сходу
  • εκκολάπτομαι στα λευκορωσικά - люк
  • εκκρεμότητα στα λευκορωσικά - невядомасці, невядомасьці, няпэўнасці, невядомага, невядомасьць
  • εκλέγω στα λευκορωσικά - выбраныя, абраныя, выбранцы
Τυχαίες λέξεις
Εκκρίνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: хаваць, праступаць