Εκκρίνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εκκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
exude, að exude, miðla
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκρίνω
εκκρίνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εκκρίνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εκκλησίασμα στα ισλανδικά - söfnuðurinn, söfnuður, söfnuðinum, söfnuði, söfnuðinn
- εκκολάπτομαι στα ισλανδικά - klekja, klekjast, útungun, lúga, Hatch
- εκκρεμότητα στα ισλανδικά - abeyance
- εκλέγω στα ισλανδικά - kjósa, útvöldu, Verðandi, útvalda
Τυχαίες λέξεις
Εκκρίνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: exude, að exude, miðla
Μεταφράσεις: exude, að exude, miðla