Εκουσίως στα δανικά

Μετάφραση: εκουσίως, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis
Εκουσίως στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκουσίως

εκουσίως προταση, εκουσίως λεξικο, εκουσίως λεξικό γλώσσας δανικά, εκουσίως στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκμαυλισμός στα δανικά - ekmaflismos
  • εκμηδενίζω στα δανικά - tilintetgøre, udslette, udrydde, tilintetgør, annihilerer
  • εκούσια στα δανικά - frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis
  • εκπέμπω στα δανικά - udsender, udsende, udleder, udlede, afgiver
Τυχαίες λέξεις
Εκουσίως στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis