Ελιγμός στα δανικά

Μετάφραση: ελιγμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
manøvre, spillerum, handlefrihed, manøvren, manøvrere
Ελιγμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελιγμός

ελιγμός συνώνυμα, ελιγμόσ ταυ, ελιγμός λεξικό γλώσσας δανικά, ελιγμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ελεύθερα στα δανικά - gratis, fri, frie, frit, løs
  • ελιά στα δανικά - oliven, oliventræ, olive, olivenolie, oliven-, olivenpresserester
  • ελικοειδής στα δανικά - spiralformet, spiralformede, skrueformet, skrueformede, skruelinieformet
  • ελικόπτερο στα δανικά - helikopter, helikopteren, helikoptere, helicopter
Τυχαίες λέξεις
Ελιγμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: manøvre, spillerum, handlefrihed, manøvren, manøvrere