Ελιγμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ελιγμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
manoeuvreren, rangeren, manoeuvre, manoeuvreerruimte, bewegingsruimte, handeling
Ελιγμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελιγμός

ελιγμός συνώνυμα, ελιγμόσ ταυ, ελιγμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελιγμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ελεύθερα στα ολλανδικά - gratis, vrij, vrije
  • ελιά στα ολλανδικά - olijf, olijf-, olijfolie, olijfgroen, olijven
  • ελικοειδής στα ολλανδικά - spiraal, spiraalvormig, schroefvormig, spiraalvormige, schroefvormige
  • ελικόπτερο στα ολλανδικά - helikopter, helicopter, helikopters, helikopter van, de helikopter
Τυχαίες λέξεις
Ελιγμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: manoeuvreren, rangeren, manoeuvre, manoeuvreerruimte, bewegingsruimte, handeling