Εξακριβώνω στα δανικά
Μετάφραση: εξακριβώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fastslå, konstatere, Det sikres, Derefter bestemmes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξακριβώνω
εξακριβώνω english, εξακριβώνω συνώνυμα, εξακριβώνω λεξικό γλώσσας δανικά, εξακριβώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξακολουθώ στα δανικά - beholde, holde, fortsætte, fortsat, fortsætte med, fortsætter, Fortsæt
- εξακοντίζω στα δανικά - skyde, optage, skyder, at skyde, skyd
- εξαλείφω στα δανικά - udslette, udviske, viske, Udslet, udsletter
- εξαναγκάζω στα δανικά - kraft, styrke, tvinge, konstruere, producere, voldsomhed, planere, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξακριβώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fastslå, konstatere, Det sikres, Derefter bestemmes
Μεταφράσεις: fastslå, konstatere, Det sikres, Derefter bestemmes