Εξοπλισμός στα δανικά
Μετάφραση: εξοπλισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekvipering, udstyr, udrustning, udstyret, materiel, udstyr i
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοπλισμός
εξοπλισμός παιδικής χαράς, εξοπλισμός εργαστηρίου, εξοπλισμός εργαστηρίου χημείας, εξοπλισμός γραφείου, εξοπλισμός νηπιαγωγείου, εξοπλισμός λεξικό γλώσσας δανικά, εξοπλισμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξονυχιστικός στα δανικά - grundig, indgående, grundigt, grundige, gennemgribende
- εξοπλίζω στα δανικά - rig, riggen, borerig, platform, rigning
- εξορία στα δανικά - eksil, landflygtighed, landsforvisning, eksilet
- εξορίζω στα δανικά - eksil, forvise, overgive, underkende, degradere, nedrykke
Τυχαίες λέξεις
Εξοπλισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ekvipering, udstyr, udrustning, udstyret, materiel, udstyr i
Μεταφράσεις: ekvipering, udstyr, udrustning, udstyret, materiel, udstyr i