Εξοπλισμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξοπλισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
equipamento, armamento, equipe, exterior, terno, aparelhar, equipar, fato, equipamentos, equipamento de, equipamentos de, de equipamentos
Εξοπλισμός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοπλισμός

εξοπλισμός παιδικής χαράς, εξοπλισμός εργαστηρίου, εξοπλισμός εργαστηρίου χημείας, εξοπλισμός γραφείου, εξοπλισμός νηπιαγωγείου, εξοπλισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξοπλισμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξονυχιστικός στα πορτογαλικά - minucioso, completo, meticuloso, completa, aprofundada
  • εξοπλίζω στα πορτογαλικά - carruagem, vagão, equipamento, espingarda, plataforma, sonda, rig, ...
  • εξορία στα πορτογαλικά - exilar, desenterrar, exílio, deportado, expulsão, exilado, o exílio, ...
  • εξορίζω στα πορτογαλικά - desenterrar, deportado, exílio, exilar, expulsão, banir, afastar, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξοπλισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: equipamento, armamento, equipe, exterior, terno, aparelhar, equipar, fato, equipamentos, equipamento de, equipamentos de, de equipamentos