Επαγρύπνηση στα δανικά
Μετάφραση: επαγρύπνηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
årvågenhed, agtpågivenhed, overvågning, opmærksomhed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαγρύπνηση
επαγρύπνηση λεξικο, αντιληπτική επαγρύπνηση, επαγρύπνηση ορισμος, επαγρύπνηση σημασια, επαγρύπνηση ακελ, επαγρύπνηση λεξικό γλώσσας δανικά, επαγρύπνηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- επαγγελματίας στα δανικά - faglig, professionelle, professionel, faglige, professionelt
- επαγγελματικός στα δανικά - faglig, professionelle, professionel, faglige, professionelt
- επαγωγή στα δανικά - induktion, induktionen, fremkaldelse
- επαινετός στα δανικά - prisværdigt, prisværdige, prisværdig, rosværdig
Τυχαίες λέξεις
Επαγρύπνηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: årvågenhed, agtpågivenhed, overvågning, opmærksomhed
Μεταφράσεις: årvågenhed, agtpågivenhed, overvågning, opmærksomhed