Επαγρύπνηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: επαγρύπνηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waakzaamheid, waakzaam, de waakzaamheid, oplettendheid, alertheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαγρύπνηση
επαγρύπνηση λεξικο, αντιληπτική επαγρύπνηση, επαγρύπνηση ορισμος, επαγρύπνηση σημασια, επαγρύπνηση ακελ, επαγρύπνηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επαγρύπνηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επαγγελματίας στα ολλανδικά - professioneel, professionele, professional, de professionele, beroeps-
- επαγγελματικός στα ολλανδικά - professioneel, professionele, professional, de professionele, beroeps-
- επαγωγή στα ολλανδικά - gevolgtrekking, conclusie, inductie, de inductie, inductie van
- επαινετός στα ολλανδικά - prijzenswaardig, loffelijk, lofwaardig, prijzenswaardige, lovenswaardige
Τυχαίες λέξεις
Επαγρύπνηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: waakzaamheid, waakzaam, de waakzaamheid, oplettendheid, alertheid
Μεταφράσεις: waakzaamheid, waakzaam, de waakzaamheid, oplettendheid, alertheid