Επαγρύπνηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: επαγρύπνηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éberség, éberségi, éberséget, éberségre, éberségét
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαγρύπνηση
επαγρύπνηση λεξικο, αντιληπτική επαγρύπνηση, επαγρύπνηση ορισμος, επαγρύπνηση σημασια, επαγρύπνηση ακελ, επαγρύπνηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επαγρύπνηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επαγγελματίας στα ουγγρικά - szakmabeli, szakmai, profi, professzionális, a szakmai, hivatásos
- επαγγελματικός στα ουγγρικά - szakmabeli, szakmai, profi, professzionális, a szakmai, hivatásos
- επαγωγή στα ουγγρικά - indukció, áramgerjesztés, adatelemzés, rávezetés, indukciós, indukciója, indukciót, ...
- επαινετός στα ουγγρικά - dicséretre méltó, dicséretes, elismerésre méltó, örvendetes, dicséretesek
Τυχαίες λέξεις
Επαγρύπνηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: éberség, éberségi, éberséget, éberségre, éberségét
Μεταφράσεις: éberség, éberségi, éberséget, éberségre, éberségét