Επιδεικτικός στα δανικά
Μετάφραση: επιδεικτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
prangende, pralende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδεικτικός
επιτακτικός λόγος, επιδεικτικός συνώνυμο, επιδεικτικός λεξικό γλώσσας δανικά, επιδεικτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιδαψιλεύω στα δανικά - brusebad, overdådige, overdådig, flot, overdådigt, lavish
- επιδείνωση στα δανικά - forværring, indtrådte forværring, forværringen, forvaerring, en forværring
- επιδεινώνω στα δανικά - forværres, forværrer, værre, bliver værre
- επιδεξιότητα στα δανικά - fingerfærdighed, præcision, smidighed, behændighed, smidigheden
Τυχαίες λέξεις
Επιδεικτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: prangende, pralende
Μεταφράσεις: prangende, pralende