Επιδεικτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: επιδεικτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
показний, вразливий, претензійний, сприйнятливий, дошкульний, чутливий, ефектний
Επιδεικτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδεικτικός

επιτακτικός λόγος, επιδεικτικός συνώνυμο, επιδεικτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιδεικτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επιδαψιλεύω στα ουκρανικά - душ, жайворонок, зрошувати, закидати, занедбувати, поливати, щедрий, ...
  • επιδείνωση στα ουκρανικά - зношення, погіршання, псування, погіршення, знос
  • επιδεινώνω στα ουκρανικά - псуватися, посилюватися, злуку, становити, сполучати, погіршуватися, обтяжувати, ...
  • επιδεξιότητα στα ουκρανικά - спритність, майстерність, моторність, вправність, кваліфікація, ловкость, Вміння
Τυχαίες λέξεις
Επιδεικτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: показний, вразливий, претензійний, сприйнятливий, дошкульний, чутливий, ефектний