Επιδεικτικός στα ιταλικά

Μετάφραση: επιδεικτικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
suscettibile, ostentato, appariscente, vistoso, vistosa, vistosi, vistose
Επιδεικτικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδεικτικός

επιτακτικός λόγος, επιδεικτικός συνώνυμο, επιδεικτικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, επιδεικτικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • επιδαψιλεύω στα ιταλικά - doccia, generoso, rovescio, acquazzone, elargire, sontuoso, sontuosa, ...
  • επιδείνωση στα ιταλικά - aggravamento, aggravarsi, peggioramento, esasperazione, l'aggravarsi
  • επιδεινώνω στα ιταλικά - aggravare, peggiorare, composto, peggiora, aggrava, peggiorano, peggiora il, ...
  • επιδεξιότητα στα ιταλικά - destrezza, perizia, abilità, la destrezza, manualità, di destrezza
Τυχαίες λέξεις
Επιδεικτικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: suscettibile, ostentato, appariscente, vistoso, vistosa, vistosi, vistose