Επιδιώκω στα δανικά
Μετάφραση: επιδιώκω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfølge, woo, bejle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδιώκω
επιδιώκω κλίση, επιδιώκω συνώνυμα, επιδιώκω λεξικό, επιδιώκω αοριστος, επιδιώκω english, επιδιώκω λεξικό γλώσσας δανικά, επιδιώκω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιδεξιότητα στα δανικά - fingerfærdighed, præcision, smidighed, behændighed, smidigheden
- επιδικάζω στα δανικά - adjudge, bedømme
- επιδοκιμάζω στα δανικά - bifald, godkende, godkender, at godkende, godkendelse, godkendes
- επιδοκιμασία στα δανικά - bifald, klapsalver, bifaldet, applaus
Τυχαίες λέξεις
Επιδιώκω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forfølge, woo, bejle
Μεταφράσεις: forfølge, woo, bejle