Επιδιώκω στα λιθουανικά
Μετάφραση: επιδιώκω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prašinėti, šauktis, įkalbinėti, woo, prašyti rankos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδιώκω
επιδιώκω κλίση, επιδιώκω συνώνυμα, επιδιώκω λεξικό, επιδιώκω αοριστος, επιδιώκω english, επιδιώκω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιδιώκω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επιδεξιότητα στα λιθουανικά - vikrumas, miklumas, Sugebėjimą, Judrumą
- επιδικάζω στα λιθουανικά - priteisti, nuteisti, Išnešimo nuosprendį, Išspręsti bylą, Išnagrinėti ginčą
- επιδοκιμάζω στα λιθουανικά - patvirtinti, tvirtina, patvirtina, tvirtinti, pritarti
- επιδοκιμασία στα λιθουανικά - plojimai, plojimų, aplodismentai, plojimais
Τυχαίες λέξεις
Επιδιώκω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prašinėti, šauktis, įkalbinėti, woo, prašyti rankos
Μεταφράσεις: prašinėti, šauktis, įkalbinėti, woo, prašyti rankos