Επιδιώκω στα ουκρανικά

Μετάφραση: επιδιώκω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згідно, доглядати, залицятися
Επιδιώκω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδιώκω

επιδιώκω κλίση, επιδιώκω συνώνυμα, επιδιώκω λεξικό, επιδιώκω αοριστος, επιδιώκω english, επιδιώκω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιδιώκω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επιδεξιότητα στα ουκρανικά - спритність, майстерність, моторність, вправність, кваліфікація, ловкость, Вміння
  • επιδικάζω στα ουκρανικά - присудити, оголошувати, присуджувати, визнати
  • επιδοκιμάζω στα ουκρανικά - схвалювати, проголошувати, утверджувати, підтвердити, вітати, санкціонувати, проголосити, ...
  • επιδοκιμασία στα ουκρανικά - потвердження, санкція, згоду, згода, апробація, злагода, схвалення, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιδιώκω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: згідно, доглядати, залицятися