Επιδότηση στα δανικά
Μετάφραση: επιδότηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
subsidier, tilskud, støttebeløbet, tilskuddet, støtten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδότηση
επιδότηση ελαιολάδου 2014, επιδότηση για νέους επιχειρηματίες έως 40 ετών, επιδότηση κουφωμάτων, επιδότηση ενοικίου, επιδότηση για αλλαγή κουφωμάτων 2013, επιδότηση λεξικό γλώσσας δανικά, επιδότηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιδρομή στα δανικά - angreb, angribe, raid, razzia, angrebet
- επιδόρπιο στα δανικά - dessert, Dessert Restaurantoplysninger, desserten
- επιείκεια στα δανικά - overbærenhed, nydelse, forkælelse, aflad, eftergivenhed
- επιεικής στα δανικά - mild, eftergivende, overbærende, tilgivende, tilgive, at tilgive
Τυχαίες λέξεις
Επιδότηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: subsidier, tilskud, støttebeløbet, tilskuddet, støtten
Μεταφράσεις: subsidier, tilskud, støttebeløbet, tilskuddet, støtten