Επιδότηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδότηση
επιδότηση ελαιολάδου 2014, επιδότηση για νέους επιχειρηματίες έως 40 ετών, επιδότηση κουφωμάτων, επιδότηση ενοικίου, επιδότηση για αλλαγή κουφωμάτων 2013, επιδότηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιδότηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιδρομή στα ισλανδικά - áhlaup, sókn, árás, ásækja, Raid
- επιδόρπιο στα ισλανδικά - eftirréttur, eftirmatur, eftirrétt
- επιείκεια στα ισλανδικά - eftirlátssemina
- επιεικής στα ισλανδικά - fyrirgefa, að fyrirgefa, fúsir til að fyrirgefa, fyrirgefandi, fyrirgefur
Τυχαίες λέξεις
Επιδότηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks
Μεταφράσεις: niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks