Επιδότηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: επιδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szubvenció, támogatás, támogatási, támogatást, támogatások
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδότηση
επιδότηση ελαιολάδου 2014, επιδότηση για νέους επιχειρηματίες έως 40 ετών, επιδότηση κουφωμάτων, επιδότηση ενοικίου, επιδότηση για αλλαγή κουφωμάτων 2013, επιδότηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επιδότηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επιδρομή στα ουγγρικά - rácsapás, rátörés, roham, rajtaütés, RAID, a RAID, razzia
- επιδόρπιο στα ουγγρικά - desszert, desszertként, desszertet, étkezési
- επιείκεια στα ουγγρικά - irgalmasság, enyheség, elnézés, kényeztetés, vételnek, engedékenység, élvezet
- επιεικής στα ουγγρικά - humánus, humán, emberséges, megbocsátó, elnéző, megbocsátás, megbocsátók, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιδότηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szubvenció, támogatás, támogatási, támogatást, támogatások
Μεταφράσεις: szubvenció, támogatás, támogatási, támogatást, támogatások