Επιχειρηματικός στα δανικά

Μετάφραση: επιχειρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
initiativrige, initiativrig, foretagsomme, enterprising, driftig
Επιχειρηματικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιχειρηματικός

επιχειρηματικός χάρτης της ελλάδας, επιχειρηματικός σχεδιασμός και πληροφοριακά συστήματα, επιχειρηματικός σχεδιασμός, επιχειρηματικός κίνδυνος, επιχειρηματικός οδηγός, επιχειρηματικός λεξικό γλώσσας δανικά, επιχειρηματικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιχείρηση στα δανικά - operation, job, anliggende, handel, arbejde, beskæftigelse, forretning, ...
  • επιχειρηματίας στα δανικά - forretningsmand, forretningsmænd, businessman, forretningsmanden
  • επιχειρηματολογώ στα δανικά - diskutere, argumentere, drøfte, jeg argumenterer, jeg argumentere, jeg argumenterer for, jeg hævde
  • επιχειρώ στα δανικά - forsøg, forsøg på, forsøget, forsøger, forsøge
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρηματικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: initiativrige, initiativrig, foretagsomme, enterprising, driftig