Ερευνώ στα δανικά
Μετάφραση: ερευνώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spørge, undersøge, at undersøge, undersøgelse, efterforske
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερευνώ
ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική ε δημοτικού, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική ε δημοτικού τετράδιο εργασιών, ερευνώ λεξικό γλώσσας δανικά, ερευνώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- ερειστικός στα δανικά - ereistikos
- ερευνητής στα δανικά - forsker, forskeren, forskere, forskerens
- ερημίτης στα δανικά - eremit, eneboer, Eremitten, eneboeren, hermit
- ερημικός στα δανικά - eneboer, recluse, enspænder
Τυχαίες λέξεις
Ερευνώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spørge, undersøge, at undersøge, undersøgelse, efterforske
Μεταφράσεις: spørge, undersøge, at undersøge, undersøgelse, efterforske