Ερευνώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: ερευνώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tirti, ištirti, išnagrinėti, tyrimą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερευνώ
ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική ε δημοτικού, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική ε δημοτικού τετράδιο εργασιών, ερευνώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ερευνώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ερειστικός στα λιθουανικά - ereistikos
- ερευνητής στα λιθουανικά - tyrėjas, tyrinėtojas, mokslo, mokslo darbuotojas, mokslininkas
- ερημίτης στα λιθουανικά - atsiskyrėlis, atsiskyrėliu, Hermit, Atsiskyrėlio
- ερημικός στα λιθουανικά - atsiskyrėlis, atsiskyrėlis gyvenęs, kaip atsiskyrėlis gyvenęs, Odludek, gyvenantis atsiskyręs
Τυχαίες λέξεις
Ερευνώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tirti, ištirti, išnagrinėti, tyrimą
Μεταφράσεις: tirti, ištirti, išnagrinėti, tyrimą