Ερευνώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ερευνώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
averiguar, inquirir, entrada, indagar, escalas, varredura, olhar, investigar, investigação, investigue, estudar, investigar a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερευνώ
ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική ε δημοτικού, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική ε δημοτικού τετράδιο εργασιών, ερευνώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ερευνώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ερειστικός στα πορτογαλικά - ereistikos
- ερευνητής στα πορτογαλικά - investigador, pesquisador, pesquisadora, pesquisa, pesquisador de
- ερημίτης στα πορτογαλικά - eremita, ermitão, hermit, de eremita
- ερημικός στα πορτογαλικά - recluso, recluse, reclusa, contemplativo, solitário
Τυχαίες λέξεις
Ερευνώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: averiguar, inquirir, entrada, indagar, escalas, varredura, olhar, investigar, investigação, investigue, estudar, investigar a
Μεταφράσεις: averiguar, inquirir, entrada, indagar, escalas, varredura, olhar, investigar, investigação, investigue, estudar, investigar a