Ευπαθής στα δανικά
Μετάφραση: ευπαθής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrøbelig, skrøbelige, svagelige, svage, skrøbeligt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπαθής
ευπαθήσ κοινωνικέσ ομάδεσ, ευπαθής συνώνυμο, ευπαθής ομάδες, ευπαθής λεξικό γλώσσας δανικά, ευπαθής στα δανικά
Μεταφράσεις
- ευοίωνος στα δανικά - lovende, lykkebringende, lykkevarslende, gunstige, gunstig
- ευπάθεια στα δανικά - Sårbarhed, Svaghed, En sårbarhed, En svaghed, Vulnerability
- ευπαρουσίαστος στα δανικά - nacn, personable, tiltalende
- ευπρέπεια στα δανικά - anstændighed, moral, anstændigvis, anstændigheden
Τυχαίες λέξεις
Ευπαθής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skrøbelig, skrøbelige, svagelige, svage, skrøbeligt
Μεταφράσεις: skrøbelig, skrøbelige, svagelige, svage, skrøbeligt