Ευπαθής στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευπαθής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwak, teer, zwakke, broos, broze
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπαθής
ευπαθήσ κοινωνικέσ ομάδεσ, ευπαθής συνώνυμο, ευπαθής ομάδες, ευπαθής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευπαθής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευοίωνος στα ολλανδικά - veelbelovend, gunstig, gunstige, veelbelovende, auspicious
- ευπάθεια στα ολλανδικά - ontvankelijkheid, kwetsbaarheid, de kwetsbaarheid, Beveiligingsprobleem, de kwetsbaarheid van, Vulnerability
- ευπαρουσίαστος στα ολλανδικά - knap, personable, voorkomend, aardig, vriendelijk
- ευπρέπεια στα ολλανδικά - fatsoen, goede zeden, het fatsoen, de goede zeden, fatsoensnormen
Τυχαίες λέξεις
Ευπαθής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zwak, teer, zwakke, broos, broze
Μεταφράσεις: zwak, teer, zwakke, broos, broze