Εφοδιάζω στα δανικά
Μετάφραση: εφοδιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
proviant, proviant til, som proviant, som proviant til, af proviant
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφοδιάζω
εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, εφοδιάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εφημερίδα στα δανικά - papir, avis, avisen, aviser, dagblad
- εφικτός στα δανικά - mulig, gennemførlig, gennemførligt, gennemførlige, muligt
- εφορμώ στα δανικά - swoop, slag, razzia, hug, lynangreb
- εχέγγυο στα δανικά - løfte, tilsagn, pant, løfte om, pantsætning
Τυχαίες λέξεις
Εφοδιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: proviant, proviant til, som proviant, som proviant til, af proviant
Μεταφράσεις: proviant, proviant til, som proviant, som proviant til, af proviant