Εφοδιάζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: εφοδιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maitintis, maitinti, produktus gabenančiuose, aprūpinimui, apsirūpinti maisto produktais
Εφοδιάζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφοδιάζω

εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εφοδιάζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εφημερίδα στα λιθουανικά - popierius, laikraštis, newspaper, džiovintuvas, stalas, laikraščių
  • εφικτός στα λιθουανικά - įmanomas, galimas, įvykdomas, įmanoma
  • εφορμώ στα λιθουανικά - smigimas, mestis, pikiruoti, pulti žemyn, Dosiadanie
  • εχέγγυο στα λιθουανικά - garantija, įsipareigojimas, pažadas, laidas, įkeisti, įkeitimas
Τυχαίες λέξεις
Εφοδιάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: maitintis, maitinti, produktus gabenančiuose, aprūpinimui, apsirūpinti maisto produktais