Εφοδιάζω στα ρουμανικά
Μετάφραση: εφοδιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndestula, aproviziona cu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφοδιάζω
εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εφοδιάζω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εφημερίδα στα ρουμανικά - ziar, hârtie, ziare, ziarul, ziarului, de ziar
- εφικτός στα ρουμανικά - eventual, posibil, fezabilă, fezabil, fezabile, realizabil
- εφορμώ στα ρουμανικά - deviere, lovitură, năpusti, swoop, deviere a
- εχέγγυο στα ρουμανικά - garanţie, gaj, angajament, angajamentul, de gaj, promisiunea
Τυχαίες λέξεις
Εφοδιάζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: îndestula, aproviziona cu
Μεταφράσεις: îndestula, aproviziona cu