Εφοδιάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εφοδιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vitualhas, abastecer, victual
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφοδιάζω
εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφοδιάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εφημερίδα στα πορτογαλικά - folha, calças, jornal, olhar, notícia, papel, gazeta, ...
- εφικτός στα πορτογαλικά - possível, possibilidade, factível, praticável, viável, exequível
- εφορμώ στα πορτογαλικά - swoop, rusga, da rusga, da rusga de, rusga de
- εχέγγυο στα πορτογαλικά - crescimento, prazer, garantia, afiançar, penhorar, compromisso, garantir, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφοδιάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vitualhas, abastecer, victual
Μεταφράσεις: vitualhas, abastecer, victual