Εφοδιάζω στα ιταλικά
Μετάφραση: εφοδιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fornire, all'approvvigionamento, all'approvvigionamento di, victual
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφοδιάζω
εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, εφοδιάζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εφημερίδα στα ιταλικά - giornale, gazzetta, carta, cartaceo, quotidiano, giornali, il giornale, ...
- εφικτός στα ιταλικά - fattibile, possibile, eventuale, realizzabile, praticabile, fattibili
- εφορμώ στα ιταλικά - attacco, picchiata, piombare, sol, swoop, colpo solo
- εχέγγυο στα ιταλικά - cauzione, garantire, pegno, garanzia, assicurare, impegnare, impegno, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφοδιάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fornire, all'approvvigionamento, all'approvvigionamento di, victual
Μεταφράσεις: fornire, all'approvvigionamento, all'approvvigionamento di, victual