Θεωρητικός στα δανικά
Μετάφραση: θεωρητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
abstrakt, abstraktion, teoretiker, teoretikeren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεωρητικός
θεωρητικόσ αντίθετο, βίοσ θεωρητικόσ, θεωρητικός υπολογισμός και μοντελοποίηση θερμοχωρητικότητας και θερμικής αδράνειας σύγχρονου βιοκλιματικού κτιρίου, θεωρητικόσ πληθυσμόσ, θεωρητικός συνώνυμο, θεωρητικός λεξικό γλώσσας δανικά, θεωρητικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- θεωρία στα δανικά - teori, teorien, teoretisk
- θεωρείο στα δανικά - galleri, galleriet, Gallery, Billeder, Gallerioversigt
- θεωρώ στα δανικά - respekt, agtelse, tro, betragte, tænke, overveje, Overvej, ...
- θεϊκός στα δανικά - guddommelig, guddommelige, guddommeligt, den guddommelige, Guds
Τυχαίες λέξεις
Θεωρητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: abstrakt, abstraktion, teoretiker, teoretikeren
Μεταφράσεις: abstrakt, abstraktion, teoretiker, teoretikeren