Θλίβομαι στα δανικά
Μετάφραση: θλίβομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bedrøve, græmmes, sørge, sørger, bedrøver
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θλίβομαι
θλίβομαι λεξικό γλώσσας δανικά, θλίβομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- θησαυρός στα δανικά - skat, treasure, skatten, skattejagt, skatte
- θλάση στα δανικά - brud, knoglebrud, fraktur, brækket, bruddet
- θλίψη στα δανικά - lidelse, sorg, tristhed, bedrøvelse, vemod
- θλιβερά στα δανικά - sørgeligt, aldeles, ynkeligt, beklageligt, er sørgeligt
Τυχαίες λέξεις
Θλίβομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bedrøve, græmmes, sørge, sørger, bedrøver
Μεταφράσεις: bedrøve, græmmes, sørge, sørger, bedrøver