Θλίβομαι στα σουηδικά

Μετάφραση: θλίβομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sörja, bedröva, sörjer, att sörja, grieve
Θλίβομαι στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θλίβομαι

θλίβομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, θλίβομαι στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • θησαυρός στα σουηδικά - skatta, skatt, skatten, skatter, treasure
  • θλάση στα σουηδικά - krossa, brott, benbrott, bryta, brock, fraktur, frakturer
  • θλίψη στα σουηδικά - sorg, sorgsenhet, vemod, sorgen, bedrövelse
  • θλιβερά στα σουηδικά - bedrövligt, woefully, sorgligt, bedrövligt under, är bedrövligt
Τυχαίες λέξεις
Θλίβομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: sörja, bedröva, sörjer, att sörja, grieve