Θλίβομαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: θλίβομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hryggja, hryggir, syrgja, harma, þér séuð ekki hryggir, séuð ekki hryggir
Θλίβομαι στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θλίβομαι

θλίβομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, θλίβομαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • θησαυρός στα ισλανδικά - fjársjóður, Treasure, fjársjóð, sem fjársjóður, fjársjóðurinn
  • θλάση στα ισλανδικά - brot, beinbrotum, beinbrot, brotið, brota, Brot
  • θλίψη στα ισλανδικά - hryggja, hryggð, sorg, depurð, depurðin
  • θλιβερά στα ισλανδικά - woefully
Τυχαίες λέξεις
Θλίβομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hryggja, hryggir, syrgja, harma, þér séuð ekki hryggir, séuð ekki hryggir