Ισημερινός στα δανικά
Μετάφραση: ισημερινός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ækvator
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισημερινός
ισημερινός χρέος, ουράνιοσ ισημερινόσ, ισημερινός κλίμα, ισημερινός και δντ, ισημερινός δντ, ισημερινός λεξικό γλώσσας δανικά, ισημερινός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ιπτάμενος στα δανικά - flyvning, flugt, flyvende, flyver, der flyver, der fører, flyve
- ισημερία στα δανικά - jævndøgn, equinox, forårsjævndøgn, af Equinox, jævndøgnet
- ισιώνω στα δανικά - glatte, rette, Stræk, rettes, at rette
- ισοδύναμος στα δανικά - tilsvarende, ækvivalent, svarende, svarer, samme
Τυχαίες λέξεις
Ισημερινός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ækvator
Μεταφράσεις: ækvator