Ισημερινός στα ουγγρικά
Μετάφραση: ισημερινός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ekvátor, egyenlítő, egyenlítőtől, egyenlítője, egyenlítőn, egyenlítőhöz
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισημερινός
ισημερινός χρέος, ουράνιοσ ισημερινόσ, ισημερινός κλίμα, ισημερινός και δντ, ισημερινός δντ, ισημερινός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ισημερινός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ιπτάμενος στα ουγγρικά - röpke, eliramodás, kibontás, elrepülés, aviatika, szökés, felröppenés, ...
- ισημερία στα ουγγρικά - napéjegyenlőség, Equinox, napéjegyenlőség idején, napéjegyenlőséget, napéjegyenlõség
- ισιώνω στα ουγγρικά - kiegyenesedik, egyenesítse, egyenesbe, egyenesítse ki, kiegyenesíteni
- ισοδύναμος στα ουγγρικά - egyenértékű, ekvivalens, azzal egyenértékű, ezzel egyenértékű, egyenértékűnek
Τυχαίες λέξεις
Ισημερινός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ekvátor, egyenlítő, egyenlítőtől, egyenlítője, egyenlítőn, egyenlítőhöz
Μεταφράσεις: ekvátor, egyenlítő, egyenlítőtől, egyenlítője, egyenlítőn, egyenlítőhöz