Κάθισμα στα δανικά

Μετάφραση: κάθισμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
plads, sæde, sædet, hjemsted, sædets
Κάθισμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάθισμα

κάθισμα αυτοκινήτου maxi cosi, κάθισμα αυτοκινήτου, κάθισμα τουαλέτας, κάθισμα φαγητού chicco, κάθισμα ποδηλάτου παιδικό, κάθισμα λεξικό γλώσσας δανικά, κάθισμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κάθε στα δανικά - om, hver, enhver, på, alle, i, hvert, ...
  • κάθετος στα δανικά - lodret, lodrette, vertikale, vertikal, vertikalt
  • κάθομαι στα δανικά - sidde, sidder, at sidde, sætte, læne
  • κάκτος στα δανικά - kaktus, Cactus, af Cactus, i Cactus
Τυχαίες λέξεις
Κάθισμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: plads, sæde, sædet, hjemsted, sædets