Κάθισμα στα εσθονικά

Μετάφραση: κάθισμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iste, koht, asukoht, istme, istmesoojendused
Κάθισμα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάθισμα

κάθισμα αυτοκινήτου maxi cosi, κάθισμα αυτοκινήτου, κάθισμα τουαλέτας, κάθισμα φαγητού chicco, κάθισμα ποδηλάτου παιδικό, κάθισμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, κάθισμα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κάθε στα εσθονικά - iga, igaühele, kõik, kohta, igal, igas, igale
  • κάθετος στα εσθονικά - vertikaal, püstloodne, vertikaalne, vertikaalse, vertikaalsete, vertikaalsed, vertikaalset
  • κάθομαι στα εσθονικά - lasuma, istuma, istumine, istuda, istuvad, istu, istub
  • κάκτος στα εσθονικά - kaktus, Cactus, asteekkaktus, kaktuse, kaktusel
Τυχαίες λέξεις
Κάθισμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: iste, koht, asukoht, istme, istmesoojendused