Κάθισμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: κάθισμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sæti, sætið, aðsetur, sæta, sætis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάθισμα
κάθισμα αυτοκινήτου maxi cosi, κάθισμα αυτοκινήτου, κάθισμα τουαλέτας, κάθισμα φαγητού chicco, κάθισμα ποδηλάτου παιδικό, κάθισμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κάθισμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κάθε στα ισλανδικά - hver, hvert, hverjum, hvor, á hverjum
- κάθετος στα ισλανδικά - lóðrétt, Utandyra, lóðrétta, lóðréttur, Svíþjóð
- κάθομαι στα ισλανδικά - sitja, setjast, situr, að sitja, sest
- κάκτος στα ισλανδικά - kaktus, Cactus, kaktusnum
Τυχαίες λέξεις
Κάθισμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sæti, sætið, aðsetur, sæta, sætis
Μεταφράσεις: sæti, sætið, aðsetur, sæta, sætis