Καθαρά στα δανικά

Μετάφραση: καθαρά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
netto, nettet, net, mål, nettoprisen
Καθαρά στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρά

καθαρά δευτέρα έθιμα, καθαρά δευτέρα, καθαρά δευτέρα 2015, καθαρά δευτέρα 2013, καθαρά δευτέρα 2012, καθαρά λεξικό γλώσσας δανικά, καθαρά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καθαγιάζω στα δανικά - hallow, hule, hellige, ringbrød, regalie
  • καθαιρώ στα δανικά - møder, viser
  • καθαρίζω στα δανικά - ren, bark, rense, skure, gennemsøge, at gennemsøge, erosion, ...
  • καθαρίστρια στα δανικά - stuepige, maid, Jomfruen, rengøring, pige
Τυχαίες λέξεις
Καθαρά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: netto, nettet, net, mål, nettoprisen