Καθαρά στα ολλανδικά

Μετάφραση: καθαρά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiver, klaar, helder, netto, uitgesproken, duidelijk, licht, net, de netto
Καθαρά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρά

καθαρά δευτέρα έθιμα, καθαρά δευτέρα, καθαρά δευτέρα 2015, καθαρά δευτέρα 2013, καθαρά δευτέρα 2012, καθαρά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθαρά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθαγιάζω στα ολλανδικά - heiligen, ophitsend, hallow, zegen, zegent
  • καθαιρώ στα ολλανδικά - verlagen, degraderen, lustrate
  • καθαρίζω στα ολλανδικά - jassen, leeg, net, rein, ledig, puur, proper, ...
  • καθαρίστρια στα ολλανδικά - meid, dienstmeisje, meisje, bruidsmeisje, schoonmaakdienst
Τυχαίες λέξεις
Καθαρά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zuiver, klaar, helder, netto, uitgesproken, duidelijk, licht, net, de netto