Καθαρά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καθαρά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
distinto, claramente, luminoso, claro, líquido, rede, líquida, net, líquidos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρά
καθαρά δευτέρα έθιμα, καθαρά δευτέρα, καθαρά δευτέρα 2015, καθαρά δευτέρα 2013, καθαρά δευτέρα 2012, καθαρά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθαρά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καθαγιάζω στα πορτογαλικά - reverenciar, venerar, consagrar, hallow, hallow a
- καθαιρώ στα πορτογαλικά - degradar, degenerar, lustrate, tram
- καθαρίζω στα πορτογαλικά - suporte, assear, limpo, casca, purificar, puro, limpar, ...
- καθαρίστρια στα πορτογαλικά - empregada, camareira, arrumadeira, donzela, de limpeza
Τυχαίες λέξεις
Καθαρά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: distinto, claramente, luminoso, claro, líquido, rede, líquida, net, líquidos
Μεταφράσεις: distinto, claramente, luminoso, claro, líquido, rede, líquida, net, líquidos