Καθαριστής στα δανικά

Μετάφραση: καθαριστής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
purifier, renser, luftrenser
Καθαριστής στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαριστής

καθαριστής πατάτας, καθαριστής χαλιών, καθαριστής σπόρων, καθαριστής υπερήχων, καθαριστής αέρα, καθαριστής λεξικό γλώσσας δανικά, καθαριστής στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καθαρισμός στα δανικά - rensende, rensning, rensning af, oprensning, oprensning af
  • καθαριστήριο στα δανικά - vaskeri, Tøjvask, Vaskerum, Vaskerum med, vasketøj
  • καθαρός στα δανικά - rense, ren, klar, klart, klare, fremgår
  • καθελκύω στα δανικά - lanceres, startes, er lanceret, iværksættes, bliver lanceret
Τυχαίες λέξεις
Καθαριστής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: purifier, renser, luftrenser