Καθαριστής στα ολλανδικά

Μετάφραση: καθαριστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiveraar, luchtreiniger, zuiveringsinstallatie, purifier, waterzuiveraar
Καθαριστής στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαριστής

καθαριστής πατάτας, καθαριστής χαλιών, καθαριστής σπόρων, καθαριστής υπερήχων, καθαριστής αέρα, καθαριστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθαριστής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθαρισμός στα ολλανδικά - schoonmaak, reiniging, reinigen, zuiveren, zuiverende, zuiveren van, het zuiveren
  • καθαριστήριο στα ολλανδικά - wasgoed, wasserij, was, wasservice, wasserette
  • καθαρός στα ολλανδικά - louter, spreken, zindelijk, zuiver, absoluut, ledig, volslagen, ...
  • καθελκύω στα ολλανδικά - ontketenen, lanceren, stichten, gronden, uitschrijven, baseren, oprichten, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθαριστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zuiveraar, luchtreiniger, zuiveringsinstallatie, purifier, waterzuiveraar