Καθαριστής στα τούρκικα
Μετάφραση: καθαριστής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
temizleyici, arıtıcı, arıtma, temizleme, temizleme cihazı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαριστής
καθαριστής πατάτας, καθαριστής χαλιών, καθαριστής σπόρων, καθαριστής υπερήχων, καθαριστής αέρα, καθαριστής λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθαριστής στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καθαρισμός στα τούρκικα - temizleme, arıtma, arındırıcı, temizleyici, arındırma
- καθαριστήριο στα τούρκικα - çamaşır, Çamaşırhane, çamaşır yıkama, laundry, Çamaşırını Yıkama İmkanı
- καθαρός στα τούρκικα - temiz, saf, boş, temizlemek, açık, net, berrak, ...
- καθελκύω στα τούρκικα - kurmak, başlatıldı, başlatılır, başlatıldığında, piyasaya sürüldü, başlatılan
Τυχαίες λέξεις
Καθαριστής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: temizleyici, arıtıcı, arıtma, temizleme, temizleme cihazı
Μεταφράσεις: temizleyici, arıtıcı, arıtma, temizleme, temizleme cihazı