Καλόγερος στα δανικά
Μετάφραση: καλόγερος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
munk, munken, monk, munke
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλόγερος
καλόγερος δανιήλ, καλόγερος σαμουήλ, καλόγερος σπυρί, καλόγερος δανιήλ έζησε στη μονή του σινά στα τέλη τον 17ου αιώνα, καλόγερος ρούχων, καλόγερος λεξικό γλώσσας δανικά, καλόγερος στα δανικά
Μεταφράσεις
- καλπασμός στα δανικά - galop, Gallop, Firspring
- καλόβουλος στα δανικά - hærdet, lunkent, tempereret, af hærdet, humør
- καλόκαρδος στα δανικά - godhjertet, ejegode, venligtsindede, godhjertede, hjertensgode
- καλός στα δανικά - slags, dygtig, art, rar, venlig, godt, god, ...
Τυχαίες λέξεις
Καλόγερος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: munk, munken, monk, munke
Μεταφράσεις: munk, munken, monk, munke